Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παναγιώτης Σούτσος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παναγιώτης Σούτσος
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Παναγιώτης Σοῦτσος (Ελληνικά)
Γέννηση1806[1]
Κωνσταντινούπολη
Θάνατος25  Οκτωβρίου 1868[2]
Αθήνα
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
Ελλάδα
Ιδιότητασυγγραφέας, ποιητής και δημοσιογράφος
ΑδέλφιαΑλέξανδρος Κ. Σούτσος
ΣυγγενείςΑλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής
ΚίνημαΑ΄ Αθηναϊκή Σχολή
Καλλιτεχνικά ρεύματαΑ΄ Αθηναϊκή Σχολή
Σημαντικά έργαΟ Οδοιπόρος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Παναγιώτης Σούτσος (Κωνσταντινούπολη 1806- Αθήνα 1868) ήταν φαναριώτης ρομαντικός πεζογράφος και ποιητής της Α’ Αθηναϊκής Σχολής. Το εκτενές ποίημά του Ο Οδοιπόρος (1831) είναι το πρώτο ποιητικό έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού και το μυθιστόρημά του Ο Λέανδρος (1834) είναι το πρώτο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Ήταν αδελφός του σατιρικού συγγραφέα Αλέξανδρου Σούτσου και ξάδερφος του συγγραφέα και διπλωμάτη Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή.

Η οικογένεια του Σούτσου ήταν επιφανής φαναριώτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και πολλοί συγγενείς τους ασχολήθηκαν με τα γράμματα: αδελφός της μητέρας του ήταν ο ποιητής Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός, ενώ και η αδελφή του, Αικατερίνη Σούτσου, ήταν ποιήτρια. Στην Κωνσταντινούπολη έκανε κατ’ οίκον μαθήματα με αξιόλογους λόγιους της εποχής, ενώ το από 1818 ως το 1820 ο Παναγιώτης και ο Αλέξανδρος Σούτσος φοίτησαν στην Σχολή της Χίου, όπου είχαν φημισμένους δασκάλους όπως ο Νεόφυτος Βάμβας και ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος. Το 1820, εξ αιτίας του θανάτου του πατέρα τους, Κωνσταντίνου Σούτσου, ο Αλέξανδρος και ο Παναγιώτης μετέβησαν στο Βουκουρέστι, όπου παρέμειναν για σύντομο χρονικό διάστημα κοντά στον θείο τους, Αλέξανδρο Σούτσο, ηγεμόνα της Βλαχίας. Τον Απρίλιο του 1820 αναχώρησαν για το Παρίσι, με συστατική επιστολή του θείου τους, για να συναντήσουν τον Κοραή. Στο Παρίσι τα δύο αδέλφια έμειναν περίπου για δύο χρόνια και πέρασαν άλλα τρία χρόνια στην Ιταλία, μέχρι την αναχώρησή τους για την Ελλάδα το 1825.

Μετά την άφιξή του στην Ελλάδα ο Παναγιώτης Σούτσος εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο. Εκεί ανέπτυξε πολιτική δράση, ενώ παράλληλα έγραφε και τα πρώτα του ποιήματα. Το 1830 διορίστηκε από τον Καποδίστρια Γραμματέας της Γερουσίας, αλλά σύντομα εναντιώθηκε στην πολιτική του κυβερνήτη και έχασε την θέση του. Χαιρέτησε με ενθουσιασμό τον ερχομό του Όθωνα, υποστήριξε το έργο της αντιβασιλείας στην εφημερίδα Ήλιος που εξέδιδε και ανέλαβε σημαντικές διοικητικές θέσεις, τις οποίες όμως έχασε το 1843 όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί ετεροχθόνων, σύμφωνα με τον οποίον όσοι είχαν γεννηθεί σε υπόδουλες περιοχές θεωρούνταν ετερόχθονες και δεν είχαν δικαίωμα να διορίζονται στο δημόσιο. Από τότε οι πολιτικές του ιδέες μεταστράφηκαν σε ακραίο συντηρητισμό, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στις γλωσσικές του απόψεις τις οποίες διατύπωσε στο δοκίμιό του Νέα σχολή του γραφομένου λόγου, το 1853.

Παράλληλα η ζωή του σημαδεύτηκε τα χρόνια εκείνα από αρκετά δυσάρεστα γεγονότα: η πρώτη σύζυγός του Φλωρεντία Κοπανίτσα πέθανε το 1841 σε ηλικία 25 ετών και η δεύτερη, Σεβαστή ή Σμαράγδα Σούτσου το 1845, ενώ η τρίτη σύζυγός του Μαρίνα Λογοθέτη τον εγκατέλειψε το 1861. Στο ίδιο διάστημα ο αδελφός του Αλέξανδρος αντιμετώπιζε διαρκείς διώξεις για τα αντικυβερνητικά του αισθήματα.

Πέθανε το 1868, μετά από μακροχρόνια προβλήματα υγείας, και ενώ είχε χάσει όλη την περιουσία του, και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη.

Ο Παναγιώτης Σούτσος είναι ο εισηγητής του ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής με το ποίημα Οδοιπόρος (1831) και το μυθιστόρημα Λέανδρος (1834). Ο Οδοιπόρος είναι ένα διαλογικό ποίημα [3], με δραματική μορφή αλλά χωρίς σκηνική πρόθεση. Κεντρικό θέμα είναι ο έρωτας δύο νέων, του Οδοιπόρου και της Ραλλούς, ο οποίος παρουσιάζεται σύμφωνα με τα ρομαντικά μοτίβα, ένας έρωτας που συναντά εμπόδια, τελικά μένει ανεκπλήρωτος και οδηγεί τους δύο ήρωες στον θάνατο. Στο ποίημα υπάρχουν όλα τα μοτίβα της ρομαντικής λογοτεχνίας, όπως το μοτίβο της φυγής και της περιπλάνησης, η θρησκεία, η ερωτική απογοήτευση. Ο Σούτσος επεξεργαζόταν το ποίημα σε όλη την διάρκεια της ζωής του και σε κάθε τις επανεκδόσεις (1842, 1851, 1864) η γλώσσα του γινόταν όλο και πιο συντηρητική, ενώ η πρώτη μορφή ήταν αρκετά απλουστευμένη καθαρεύουσα, καθώς προσαρμοζόταν στην σταδιακή διαμόρφωση των γλωσσικών απόψεών του προς ακραίες αρχαϊστικές τάσεις. Στο σύνολο των ποιημάτων του Σούτσου δεσπόζει ο λυρικός και ελεγειακός τόνος, με κυρίαρχα θέματα την θρησκεία, τον έρωτα και την ελευθερία και με φανερή την επίδραση του γαλλικού ρομαντισμού, ιδίως της ποίησης του Λαμαρτίνου, ενώ υπάρχουν και κάποια σατιρικά, χωρίς όμως την δύναμη των σατιρικών έργων του αδελφού του.

Ο Λέανδρος [4], το πρώτο μυθιστόρημα του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους, είναι ένα επιστολικό μυθιστόρημα, με έντονη επίδραση από τα αντίστοιχα έργα Ultime lettere di Jacopo Ortis του Ούγκο Φόσκολο και Die Leiden des jungen Werthers του Γκαίτε. Το δεύτερο μυθιστόρημα|μυθιστόρημά του, Χαριτίνη ή το κάλλος της χριστιανικής θρησκείας, το οποίο σύμφωνα με τον υπότιτλό του («ἀντίδοτον τῶν κατὰ τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ληρημάτων τοῦ Ἐρνέστου Ρενάνου» έχει στόχο να ανατρέψει τις ιδέες του Ερνέστου Ρενάν, είναι λιγότερο επιτυχημένο καθώς υπερτερεί η διδακτική πρόθεση του συγγραφέα. Αξιοσημείωτα είναι και δύο διηγήματα του Σούτσου, τα οποία δημοσιεύτηκαν ανώνυμα στην εφημερίδα του Ήλιος, το σατιρικό Απονημονεύματα ενός ψιττακού, ένα έργο που ακολουθεί το συνηθισμένο μοτίβο ενός ομιλούντος ζώου που σχολιάζει και επικρίνει την συμπεριφορά των ανθρώπων, και το ημιτελές Τρισχιλιόπηχος, διήγημα επιστημονικής φαντασίας.

Οι γλωσσικές απόψεις του Παναγιώτη Σούτσου διατυπώθηκαν στο δοκίμιό του Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου ή ανάστασις της αρχαίας ελληνική γλώσσης εννοουμένης υπό πάντων, το 1853. Ο Σούτσος ήταν αντίθετος στην «μέση οδό» που πρέσβευε ο Κοραής, την οποία χαρακτήριζε «Φραγκικόν και πτωχόν οικοδόμημα» και στο κείμενό του υποστήριζε την επιστροφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα, αφού μόνο αυτή ήταν ενιαία και κατανοητή από όλους τους Έλληνες, σε αντίθεση με την δημοτική, η οποία είχε πολλές διαλέκτους που δεν ήταν πάντα κατανοητές. Τις γλωσσικές αντιλήψεις του Σούτσου αντέκρουσε ο Κωνσταντίνος Ασώπιος με το κείμενό του Τα Σούτσεια.

  • Ήλιος, εφημερίδα πολιτική φιλολογική και εμπορική, 1833 [5]
  • Ποιήσεις, 1831
  • Η Κιθάρα, 1835
  • Ο Λέανδρος, μυθιστόρημα, 1834
  • Η Χαριτίνη ή Το Κάλλος της Χριστιανικής θρησκείας, μυθιστόρημα, 1864
  • Απομνημονεύματα ενός ψιττακού, διήγημα, 1833
  • Ο Τρισχιλιόπηχος, διήγημα, 1833
  • Ο Μεσσίας, 1839
  • Ευθύμιος Βλαχάβας, δράμα, 1839
  • Ὁ Ἄγνωστος, 1842
  • Ο Καραϊσκάκης, 1842
  • Νέα Σχολή του γραφομένου λόγου ή Ανάστασις της αρχαίας ελληνικής εννοουμένης υπό πάντων, 1853 [1]
  • Mario Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Οδυσσέας, Αθήνα 2003
  • Κ.Θ. Δημαράς, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα 1975
  • Αλεξάνδρα Σαμουήλ, «Παναγιώτης Σούτσος», Η παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Γ', Σοκόλης, Αθήνα 1996
  • Βάλτερ Πούχνερ, Η στροφή του ρομαντισμού προς τον θρησκευτικό Μεσαίωνα: Ο ΄΄Μεσσίας΄΄ ή ΄΄Τα πάθη Ιησού Χριστού΄΄ του Π.Σούτσου(1839) και ο ΄΄Χριστός Πάσχων΄΄, στο: Ο Ρομαντισμός στην Ελλάδα-Επισημονικό Συμπόσιο (12-13 Νοεμβρίου 1999), εκδ.Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πόλιτισμού και Γενικής Παιδείας(Σχολή Μωραΐτη), Αθήνα, 2001,σελ.87-123